Σου είπα να πας και συ πήγες.
Υπάκουσες όπως πάντα…
Έλα, σου έλεγα και συ ερχόσουν
Κάτσε….και συ καθόσουν…
Ερχόσουν, καθόσουν μπροστά μου σε στάση αναμονής, με όλη την προσοχή σου στραμμένη πάνω μου  και με κοίταζες με κείνα τα μεγάλα ολοστρόγυλλα μάτια σου
Με το βαθύ καφέ της όμορφης γης,
Μια εμένα μια την φρυγανιά που κρατούσα
Σου άρεσαν οι φρυγανιές
Έκοβα τη μισή και την πέταγα και συ μ’ ένα χαπ!, την έπιανες στον αέρα.
Όλο το καιρό που περάσαμε μαζί, ολόκληρο  χειμώνα  και την άνοιξη και μέχρι σήμερα
που σου είπα, πήγαινε, πήγαινε καλό σκυλάκι, ξεκουράσου…. 
και συ πήγες
πάντα υπάκουες
Κοιμόσουν στα πόδια του κρεβατιού μου, ήσυχη, κουλουριασμένη
με τα αυτιά σου πάντα σε ετοιμότητα
όχι δεν κοιμόσουν – τι χαζή που ήμουν να νομίζω ότι κοιμόσουν!-
παραφύλαγες κάθε μου κίνηση,
όταν σηκωνόμουν να φέρω ξύλα για τη σόμπα, όταν άναβα το φωτάκι το βράδυ, όταν άνοιγα το ντουλάπι του ψωμιού,
άκουγες
Θέε μου πόσο με άκουγες!
μια εμένα, μια τη βροχή, μια τη φωτιά
μέσα στην απόλυτη σιωπή του δωματίου
πόσο με άκουγες!
Να πας…
Να πας καλό σκυλί
Να πας Ρούμπη μου, Ρουμπινάκι μου, Ρουμπίνη μου…
Να πας στο Θεό
Να του γλίψεις τα χέρια
Να του κουνήσεις την ουρίτσα σου
Να μπερδευτείς στα πόδια του και στα φορέματά του
Να χώσεις τη μουσούδα σου στα γένια του
Να μου πεις τι γεύση έχουν τα μάγουλά του
Πώς μυρίζει από κοντά
Πώς χαϊδεύουν τα χέρια του, το κεφαλάκι σου και την πλάτη σου….
Όλα θα τα καταλάβεις Εσύ για τον Θεό, γιατί είναι απλός, ακριβώς όπως Εσύ…
Μην ανησυχείς
Εδώ τα κατάλαβες όλα για τους ανθρώπους,
ακόμα κι αυτά που παιδεύονται χρόνια να καταλάβουν οι ίδιοι, για το καλό και το κακό και για το άδικο…
Εσύ, αυτά, τα καταλάβαινες με μιάς
δίχως ποτέ να γράψεις τίποτα, δίχως ποτέ να πεις ούτε μια λέξη, δίχως να συμμετέχεις σε καμία συζήτηση και αυτές, τις οικτρές που λένε “λογικές διαδικασίες” οι άνθρωποι, μόνο και μόνο για να κρύψουν την  πολυπλοκότητα της ψυχής  τους και την αδυνατότητά τους να αγαπούν όπως οι σκύλοι.
Όλα τα καταλάβαινες Εσύ κι ας έζησες τόσα λίγα χρόνια.
Πέντε – έξη μήνες είχε πει ο γιατρός, όταν σε φέρανε σε μένα….άρρωστη βαριά.
Εσύ όμως ήσουν καλά… Πολύ καλά, παίζαμε μαζί, κοιμόμασταν, σου διάβαζα… θυμάσαι Ρουμπίνη τα βράδια που σου διάβαζα τις σοφίες μου…. Σε σένα την Σοφή.
Έζησες πολύ παραπάνω από όσο έλεγε, γιατί εσύ δεν ξέρεις τον χρόνο, Εσύ ξέρεις μόνο την αγάπη, την υποταγή, την σιωπή, την χαρά, το γάβγισμα, να με περιμένεις, ήξερες, σίγουρη πάντα ότι θα γυρίσω, να σου γεμίσω το πιατάκι σου.
… και έζησες καλά, έως το τέλος… το δύσκολο τέλος που πέτρωσαν τα ολοστρόγγυλα μάτια σου.
Σου έλεγα, τίποτα δεν ξέρει ο γιατρός Ρουμπίνη μου, θα δεις όλα θα πάνε καλά…
Άστους αυτούς…. Τίποτα δεν ξέρουν αυτοί,  ενώ τα  μάτια σου, τα ολοστρόγγυλα μάτια σου, που ήταν βουτηγμένα θαρρείς στην απορία, τα ήξεραν όλα τα μάτια σου…. τα ξέρουν.
Θα καταλάβεις και τον Θεό αμέσως, Ρουμπίνη μου!!…
Θα δεις, εκεί όλα θα είναι για σένα χαρούμενα, σκυλίσια, μυρωδάτα, ούτε σκοινιά, ούτε αλυσίδες…ούτε κλώτσοι, ούτε μπάτσοι, ούτε διαταγές… και φρυγανιές άφθονες και μπιφτέκια και χάδια και γλυκόλογα που σ’ αρέσανε….
Να πας τυλιγμένη με το σεντονάκι σου, το καθαρό, το τελευταίο
Να πεις ότι σε λένε Ρούμπη, Ρουμπίνη, Ρουμπινάκι,
που πάει να πει,  αθώα ψυχή που αγαπάει….
Να πας….

Είμαστε τόσο αθώοι 
όσο πονάμε 
κάθε φορά, 
που η αθωότητα χάνεται. 
.
πηγή:https://para-cosmos.blogspot.com/2018/08/blog-post_19.html