Όλοι όσοι παρακολουθούμε τα γεγονότα στον μικρόκοσμο του Δήμου Χανίων, έχουμε διαπιστώσει την δυσλειτουργία του Δημοτικού μας Συμβουλίου. Το Δημοτικό Συμβούλιο βέβαια δεν είναι παρά ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της μικρής μας κοινωνίας και αυτή ίσως θα έπρεπε να είναι η ουσία του προβληματισμού. Με το κείμενό μου αυτό επιθυμώ όμως να εστιάσω σε ένα συμβάν το οποίο προσωπικά με συγκλόνισε και απορώ, εδώ και μέρες, εάν είμαι η μόνη. Αναφέρομαι στην ιστορία του κ. Π ή μάλλον, στην διαχείριση της ιστορίας του κ. Π.

Στο συγκινητικό άρθρο της Κατερίνας Βουτετάκη με τίτλο «άστεγοι και αδέσποτα σε αφανισμό», διαβάσαμε πρόσφατα για την ιστορία ενός αστέγου, ο οποίος εδώ και εβδομάδες ζει σε αναπηρικό καροτσάκι. Δεν είναι μόνο καθηλωμένος στο καροτσάκι, το καροτσάκι είναι το σπίτι του. Μια ιστορία που όσοι την διαβάσαμε, αισθανθήκαμε την δυστυχία αυτού του ανθρώπου. Με αφορμή το άρθρο της Κατερίνας, δημοτικοί σύμβουλοι εύλογα έθιξαν στην τελευταία συνεδρίαση τις αδυναμίες του συστήματος και ρώτησαν αν υπάρχει κάποια πρόνοια για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, τον κ. Π.

Παίρνοντας τον λόγο η αντιδήμαρχος, αμυνόμενη σε μια επίθεση που δεν δέχθηκε, «ξεγύμνωσε» τον κ. Π: αφού φρόντισε να ενημερώσει όλους όσοι είμασταν παρόντες αλλά και όλους όσοι εσαεί θα έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο όπου αναρτώνται οι συνεδριάσεις, για το πλήρες ιατρικό ιστορικό του κ. Π, για την προσωπική του δυστυχία τα τελευταία χρόνια, την οικογενειακή του κατάσταση, την μοναξιά του, παραθέτοντας τα πιο ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα, συνέχισε επικρίνοντάς τον, χρησιμοποιώντας φράσεις όπως «αρνείται την αγωγή», «την δεύτερη φορά που μάς ενόχλησε», είναι «μη δεκτικός», «χειριστικός», «δημιουργεί πολλά προβλήματα», σαν ο άνθρωπος αυτός να φταίει που νοσεί και που βρίσκεται στον δρόμο.

Οι φράσεις αυτές πληγώνουν οποιονδήποτε άνθρωπο νοσεί ή έχει στο περιβάλλον του ανθρώπους που νοσούν ή που για χίλιους δυο λόγους τα έφερε έτσι η ζωή που έχει στραφεί ή που έχει την ανάγκη να στραφεί στην κοινωνική υπηρεσία του δήμου για υποστήριξη. Είναι άραγε απαραίτητο να εξηγήσουμε ότι η «δύστροπη» συμπεριφορά ενός ασθενούς είναι σύμπτωμα και όχι απαραίτητα ίδιον του χαρακτήρα του; Ή μήπως πρέπει να εξηγήσουμε ότι οι άνθρωποι που στρέφονται στις κοινωνικές υπηρεσίες, είναι συχνά τόσο βασανισμένοι που ακόμα και ο χαρακτήρας τους και η συμπεριφορά τους μπορεί να έχουν αλλοιωθεί;

Η κοινωνική υπηρεσία κάθε δήμου διαχειρίζεται τα πιο ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των πιο ευάλωτων ομάδων: ψυχιατρικά νοσούντες, εξαρτημένοι από ναρκωτικά, αλκοόλ, τζόγο, κακοποιημένες γυναίκες, φορείς του HIV, φτωχοί άνθρωποι, οικογένειες που προσπαθούν με αξιοπρέπεια να επιβιώσουν και χρειάζονται υποστήριξη. Είναι τελικά όλα αυτά τα δεδομένα στην διάθεση οποιουδήποτε να τα χρησιμοποιήσει με κάθε τρόπο και μάλιστα δημόσια;

Η νομική διάσταση του θέματος είναι σοβαρή και τα ερωτήματα που τίθενται, πολλά: έχουν το δικαίωμα οι υπάλληλοι των κοινωνικών υπηρεσιών κάθε δήμου να αποκαλύπτουν τον ιατρικό φάκελο και τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των δημοτών στον εκάστοτε αιρετό; Και εάν νόμιμα αποκαλύπτουν τα δεδομένα αυτά, δικαιούται ο εκάστοτε αιρετός να τα χρησιμοποιεί δημόσια χωρίς συγκατάθεση;

Η ηθική διάσταση επίσης σοβαρή, δεδομένου ότι αναφερόμαστε σε αδύναμες κοινωνικά και συνήθως ανυπεράσπιστες ομάδες. Αναρωτιέμαι εάν η καταληκτική φράση της αντιδημάρχου, η ευχή να δημιουργηθεί ένα ίδρυμα στα Χανιά για να «βάλουμε μέσα όλους αυτούς τους ανθρώπους», δίνει και μια πολιτική διάσταση.

Οι κοινωνικές υπηρεσίες κάθε δήμου πρέπει να υπάρχουν και να ενισχύονται, προκειμένου κάθε δημότης να αισθάνεται την ασφάλεια ότι, εάν χρειαστεί, θα μπορεί να στραφεί κάπου για βοήθεια και συμπαράσταση, ότι εκεί θα του συμπεριφερθούν με διακριτικότητα και σεβασμό. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται ένας άνθρωπος που έχει ανάγκη είναι η ανησυχία ότι, για να λάβει βοήθεια, ίσως και να πρέπει να χάσει την αξιοπρέπειά του και να «ξεγυμνωθεί».

Στέλλα Κοτσιφάκη